- σεκόντο
- το, Νβλ. σεγκόντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεγκόντο — και σεκόντο και σιγόντο, το, Ν 1. η δεύτερη φωνή στην εκτέλεση ενός τραγουδιού («πρίμο σεγκόντο με όμορφη διπλοπενιά...») 2. φρ. α) «κάνω σεγκόντο» σεγκοντάρω β) «τού κρατάει σεγκόντο» τόν υποστηρίζει, παίρνει το μέρος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
σεγκόντο — σεγκόντο, το και σεκόντο, το και σιγόντο, το (λ. ιταλ.), άκλ. 1. μουσικός όρος που δηλώνει τη δεύτερη φωνή σε μια διωδία ή τετραωδία. 2. μτφ., υποστήριξη: Του κάνει σεγκόντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)